Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Η Ρωσική σημαία πηγή wikipedia


Vs


Η Αμερικανική σημαία πηγή wikipedia


ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

 

Το ουκρανικό ζήτημα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα μεμονωμένο πολιτικό ζήτημα, αλλά ως ένα κομμάτι του παζλ μεταξύ της σύγκρουσης της Δύσης και της Ρωσίας για την παγκόσμια κυριαρχία. Η σύγκρουση αυτή ξεκινάει από τα τέλη του Ψυχρού Πόλεμου (1989-1991). Η τότε παραπαίουσα Σοβιετική Ένωση είχε αναπτύξει διπλωματικές επαφές με την Αμερική και την Ευρώπη για το μέλλον των περιοχών που είχε κυριεύσει στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν ανήκαν νωρίτερα στον κρατικό κορμό της. Οι περιοχές αυτές ήταν οι κάτωθι χώρες: Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Πολωνία, Α. Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Ρουμανία, Μολδαβία, Γεωργία, Ουγγαρία κλπ. Στις επαφές αυτές που είχε η Σοβιετική Ένωση με τη Δύση κυριάρχησε τότε το θέμα των δύο Γερμανιών και αποφασίστηκε: η μεν Σοβιετική Ένωση να επιτρέψει στην Ανατολική Γερμανία να ενωθεί με τη Δυτική Γερμανία ειρηνικά, η δε Δύση να δεσμευτεί να μην επεκταθεί στις παραπάνω περιοχές είτε άμεσα είτε έμμεσα. Αυτό έχει καταγραφεί και επίσημα στις συζητήσεις μεταξύ του τότε Γενικού Γραμματέα της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ το 1990 στη Μόσχα, ο οποίος είχε δηλώσει ότι «there would be no extension of forces of NATO one inch to the East». Βέβαια, η προφορική αυτή δέσμευση δεν καταγράφηκε γραπτώς και γι’ αυτό οι Δυτικοί, όπως φάνηκε σχεδόν αμέσως, δεν τήρησαν τον λόγο τους προς την ΕΣΣΔ. Η Αμερική και η Ευρώπη μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στις 26/12/1991 θα νιώσουν εντελώς ελεύθερες για να επεκτείνουν την επιρροή τους στην Ανατολική Ευρώπη. Η Αμερική αφενός θα φροντίσει να εντάξει στο ΝΑΤΟ πολλές χώρες από τις προαναφερθείσες και η Ευρωπαϊκή Ένωση αφετέρου θα πράξει το ίδιο. Συγκεκριμένα, στο ΝΑΤΟ προσχώρησαν οι: Πολωνία (1999), Ουγγαρία (1999), Τσεχία (1999), Σλοβακία (2004), Λετονία (2004), Λιθουανία (2004), Εσθονία (2004) και Βουλγαρία (2004). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσχώρησαν οι: Λιθουανία (2004), Εσθονία (2004), Λετονία (2004), Τσεχία (2004), Σλοβακία (2004), Πολωνία (2004), Ουγγαρία (2004), Βουλγαρία (2007) και Ρουμανία (2007).

Η διάδοχος της ΕΣΣΔ ήταν η Ρωσία του Γιέλτσιν. Η εν λόγω Ρωσία, αν και παρέμενε το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος στον κόσμο και η μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη, είχε απολέσει μεγάλο μέρος των εδαφών της ( Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Κιργιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Ουκρανία) και μεγάλο μέρος του κύρους της και της ισχύος της. Η Δύση δρούσε χωρίς κανέναν περιορισμό στην Ανατολική Ευρώπη για ένα διάστημα σχεδόν δεκαπέντε ετών. Η Ρωσία του Γιέλτσιν εξελίχθηκε σε ένα κράτος που η κεντρική εξουσία ήταν διεφθαρμένη, οι Ρώσοι ολιγάρχες δρούσαν κατά το δοκούν εις βάρος του ρωσικού λαού και η διείσδυση των Δυτικών στη ρωσική οικονομία γινόταν ελεύθερα χωρίς κανέναν έλεγχο. Επίσης, η Ρωσία το ίδιο διάστημα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στον Καύκασο με τους Τσετσένους, οι οποίοι αμφισβητούσαν ανοιχτά πλέον την εξουσία της στην περιοχή. Εν ολίγοις, η Ρωσία του Γιέλτσιν ήταν ένα κράτος ένα βήμα πριν τη διάλυση, αφού οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά όδευε από το κακό στο χειρότερο. Ο διάδοχος του Γιέλτσιν, ο Πούτιν (1999 ως σήμερα), τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του (1999-2005) αναλώθηκε στην εσωτερική αναδιοργάνωση της Ρωσίας και γι’ αυτό δεν ήρθε σε ρήξη με τη Δύση, την οποία άφηνε να επεκτείνεται στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Πούτιν κινήθηκε δυναμικά για να ανασυστήσει την ισχύ της Ρωσίας. Ειδικότερα, για να ανορθώσει την οικονομία της Ρωσίας έδωσε μεγάλο βάρος: 1) στην εκμετάλλευση των σχεδόν απεριόριστων φυσικών πόρων της χώρας του, 2) στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και 3) στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Ο Ρώσος Πρόεδρος φρόντισε όλοι οι φυσικοί πόροι της πατρίδας του (πετρέλαιο,φυσικό αέριο κλπ) να περάσουν στα χέρια του δημοσίου (η Γκαζπρομ είναι εταιρεία που ανήκει στο ρωσικό κράτος), το οποίο μέσα από τις διακρατικές συμφωνίες που συνήπτε κέρδιζε και κερδίζει τεράστια έσοδα. Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε και οι εξαγωγές των ρωσικών προϊόντων σε τρίτες χώρες έφεραν στον αγροτικό τομέα της Ρωσίας εξίσου πολλά κέρδη. Κορωνίδα της αγροτικής βιομηχανίας της Ρωσίας είναι η βιομηχανία λιπασμάτων και ζωοτροφών. Τέλος, η πολεμική βιομηχανία της Ρωσίας ανταγωνίζεται αυτή των ΗΠΑ επί ίσοις όροις εδώ και 17 χρόνια. Για τη διαφθορά της κεντρικής εξουσίας και την ισχύ των Ρώσων ολιγαρχών ο Πούτιν υιοθέτησε ένα προσωποκεντρικό σύστημα εξουσίας, το οποίο του επέτρεψε να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά στην πολιτική σκηνή της Ρωσίας. Ο Ρώσος Πρόεδρος μέσα από νομοσχέδια που πέρασε από τη Δούμα κατάφερε να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του ένα ευρύ φάσμα εξουσιών, κάτι που του επιτρέπει να ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό σε μεγάλο βαθμό και να περιορίσει την ισχύ των ολιγαρχών (παράδειγμα της ισχύος αυτής είναι και η σύγκρουση του Αμπράμοβιτς με τον Πούτιν). Τέλος, σχετικά με τη στρατιωτική αναγέννηση της Ρωσίας ο Πούτιν φρόντισε να προωθήσει στη διοίκηση του στρατού αξιωματικούς με νέες αντιλήψεις για τις σύγχρονες ανάγκες του στρατεύματος και του σύγχρονου πολέμου και να επενδύσει πολλά χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού στην πολεμική βιομηχανία. Έτσι, μέσα σε ένα διάστημα έξι ετών κατάφερε να αναγεννήσει τη Ρωσία.

Η Αμερική μετά το 2005 διαπιστώνοντας την επανεμφάνιση της Ρωσίας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή υιοθέτησε εκ νέου μία επιθετική πολιτική εναντίον της Ρωσίας. Ο Πρόεδρος Μπους (2000-2008) εισήγαγε την περίοδο αυτή την πολιτική της αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ευρώπη για να προστατεύσει, όπως ισχυριζόταν, τους Ευρωπαίους συμμάχους του από τη Ρωσική επεκτατικότητα. Μία επεκτατικότητα που δεν είχε και δεν έχει εκφραστεί ακόμη. Το σχέδιο Μπους προέβλεπε την εγκατάσταση πυραύλων στην Πολωνία, την Τσεχία και στις Βαλτικές χώρες. Η Ρωσία και ο Πούτιν για πρώτη φορά μετά το 1991 στάθηκαν απέναντι στην Αμερική και απαίτησαν από τον Αμερικανό Πρόεδρο να ακυρώσει το παρόν σχέδιο. Η σύγκρουση Ρωσίας-Αμερικής δεν σταμάτησε εκεί όμως. Η Αμερική συνέχισε τα εχθρικά σχέδια εναντίον της Ρωσίας επιθυμώντας να εντάξει στο ΝΑΤΟ την Ουκρανία και τη Γεωργία επί Προεδρίας Ομπάμα (2008-2016). Οι δύο αυτές χώρες παραδοσιακά ανήκαν στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Η Αμερική για να το καταφέρει αυτό ανέτρεψε στην Ουκρανία τη νόμιμη κυβέρνηση του Γιανουκόβιτς με «αυθόρμητη» λαϊκή επανάσταση(2013) γνωστή και ως επανάσταση Euromaiden, ενώ στη Γεωργία προώθησε για πρωθυπουργό ένα δικό της παιδί, τον Σαακασβίλι. Η Ρωσία αντέδρασε σ’ αυτά τα αμερικανικά σχέδια άμεσα. Συγκεκριμένα, αν και άφησε τους επαναστάτες της Euromaiden, να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της Ουκρανίας, στήριξε τη ρωσική αντιπολίτευση, ενώ ενίσχυσε την παρουσία της στην περιοχή στρατιωτικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ρωσία διέθετε στην Ταυρίδα βάσεις για τον στόλο της ανέκαθεν. Έτσι, η Ρωσία προχώρησε στην ενσωμάτωση της Ταυρίδας στον κρατικό κορμό της. Ο Γιανουκόβιτς ανατράπηκε από τους φιλοδυτικούς γιατί προσπάθησε να διακόψει τις διεργασίες της χώρας του να ενωθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Αμερική παρά τις αντιδράσεις της Μόσχας συνέχισε να απεργάζεται σχέδια εναντίον της Ρωσίας στην περιοχή. Ο αντικειμενικός σκοπός της ήταν και είναι η οριστική προσέλκυση της Ουκρανίας στο αμερικανικό άρμα επιρροής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δρα μέχρι και σήμερα η Αμερική. Ειδικότερα, γνωρίζει την πληθυσμιακή σύσταση της Ουκρανίας, βάσει της οποίας θεωρεί ότι θα ευοδωθούν να σχέδιά της. Η Ουκρανία ως χώρα χωρίζεται πληθυσμιακά σε δύο μεγάλες ομάδες τους Ρώσους και τους πρώην κατακτητές της. Οι Ρώσοι ζουν κυρίως στην Ανατολική Ουκρανία και οι πρώην κατακτητές κυρίως στη Δυτική. Ο πληθυσμός των πρώην κατακτητών αποτελείται από τους απογόνους των Πολωνολιθουανών, Τευτόνων και Τατάρων (και είναι φιλοδυτικοί). Την ίδια πληθυσμιακή ομάδα είχε προσεταιριστεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Χίτλερ εναντίον της ΕΣΣΔ. Έτσι, η Αμερική και η Δύση εργαλειοποιώντας την παραπάνω ετερογενή πληθυσμιακή ομάδα ελπίζει να φέρει προς το μέρος της την Ουκρανία. Η κατάσταση στην Ουκρανία θα ξεφύγει από το ειρηνικό πλαίσιο από το 2013 όπου και μαίνεται εμφύλιος μεταξύ των Ρώσων Ουκρανών και των φιλοδυτικών Ουκρανών. Υπήρξαν προσπάθειες εξεύρεσης ειρηνικής λύσης μέσω των συνθηκών του Μινσκ (2014 και 2015), οι οποίες δεν τηρήθηκαν από το επίσημο ουκρανικό κράτος (το οποίο από το 2013 ελέγχουν οι φιλοδυτικοί). Οι συνθήκες του Μινσκ προέβλεπαν ουσιαστικά την προστασία της ρωσικής μειονότητας από τις αυθαιρεσίες των ουκρανικών αρχών και την ουδετερότητα της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς. Οι φιλοδυτικοί Ουκρανοί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν σε θέση να επιβάλουν στη ρωσική πλευρά τις επιθυμίες τους και γι’ αυτό στράφηκαν για βοήθεια στη Δύση-Αμερική, η οποία για να υλοποιηθεί πρέπει η Ουκρανία να εισέλθει στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγμα το οποίο αποτελεί κόκκινη γραμμή για την ρωσική πλευρά. Στην περίπτωση της Γεωργίας ο Πούτιν με πρόσχημα την καταπίεση που ασκούσε το καθεστώς Σαακασβίλι στη ρωσική μειονότητα της Οσετίας εισέβαλε τον Αύγουστο 2008 στη Γεωργία και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τα ρωσικά στρατεύματα έφτασαν στα πρόθυρα της Τιφλίδας. Η νίκη του Πούτιν οδήγησε τον Σαακασβίλι εκτός από τη συνθήκη των έξι σημείων, να ξεχάσει την είσοδο της χώρας του στο ΝΑΤΟ.

Η τωρινή κατάσταση μεταξύ Ρωσίας-Αμερικής θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την ψυχροπολεμική σύγκρουση των δύο χωρών το διάστημα 1958-1962, όταν η ΕΣΣΔ τότε δέχτηκε να αποσύρει τις πυρηνικές κεφαλές από την Κούβα με αντάλλαγμα η Αμερική να μην επιχειρήσει εκ νέου ανατροπή του καθεστώτος του Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος το 1959 είχε διώξει τον αμερικανόφιλο δικτάτορα Μπατίστα. Ο Κέννεντυ απέτυχε να ανατρέψει τον Φιντέλ τον Απρίλιο 1961. Η Αμερική εκπαίδευσε και έστειλε στον κόλπο των Χοίρων στρατό από Κουβανούς εξόριστους, αλλά η εν λόγω στρατιά ηττήθηκε από τον στρατό του Κάστρο σε διάστημα τριών ημερών. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί και η προπαγάνδα που έχει αναπτυχθεί σήμερα από τις δύο υπερδυνάμεις. Η Αμερική και κατ’ επέκτασιν η Δύση υποστηρίζει ότι το κάθε κράτος έχει δικαίωμα να πράττει και να εργάζεται για τα συμφέροντά του, οπότε η Ουκρανία έχει κάθε δικαίωμα να επιθυμεί να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Η Ρωσία δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει σε «ξένα» χωράφια. Φυσικά, η ίδια η Αμερική αρνείται αυτό το δικαίωμα στα νησιά του Σολομώντα, τα οποία ζητούν τη στρατιωτική συνεργασία της Κίνας. Η Κίνα σήμερα είναι στρατηγικός σύμμαχος της Ρωσίας. Η Αμερική απειλή με πόλεμο το νησιωτικό αυτό κράτος σε περίπτωση που προχωρήσει στην υλοποίηση της εν λόγω συνεργασίας με την Κίνα. Παρατηρούμε εν ολίγοις ότι η Αμερική θεωρεί δίκαιο ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντά της και μόνο! Η Ρωσία από την πλευρά της υποστηρίζει ότι η Ουκρανία ανήκει στη δική της σφαίρα επιρροής και ότι η ηγεσία της είναι αμερικανοκινούμενη και εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Αμερική επιδιώκει να κλείσει την έξοδο της Ρωσίας στον Εύξεινο Πόντο, κάτι που έχει πετύχει με μεγάλο κόπο από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου. Πίσω από τα τις ουκρανικές επιδιώξεις κρύβονται τα αμερικανικά συμφέροντα. Επιπλέον, σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς κάνει λόγο για αμερικανική επιθετικότητα και ότι κανείς δεν κινδυνεύει από τη Ρωσία. Η Ρωσία του Πούτιν, με εξαίρεση τη Γεωργία και τώρα την Ουκρανία, δεν έχει επέμβει σε τρίτες χώρες. Αντιθέτως, η Δύση έχει επέμβει μόνο τα τελευταία χρόνια είτε άμεσα είτε έμμεσα σε πολλές χώρες, όπως Σερβία, Αφγανιστάν, Ιράκ κλπ. Ο Πούτιν και η Ρωσία θεωρούν ότι απειλούνται από την Αμερική, γι’ αυτό και υπάρχει αυτή η αντίδραση από την πλευρά τους.

Η πραγματική αιτία της σύγκρουσης των δύο δυνάμεων, είναι η αναγέννηση της Ρωσίας και η διεκδίκηση όσων είχε εγκαταλείψει ο Γιέλτσιν από μέρους της Ρωσίας. Η Αμερική ήταν αυτή που κέρδιζε ως τώρα από την απουσία της Ρωσίας στο διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι. Όσο η Ρωσία ήταν ένα κράτος χωρίς πραγματική ισχύ και αφερέγγυο (=η Ρωσία του Γιέλτσιν) η Δύση την «αγκάλιαζε» και δεν είχε να της προσάψει κάτι. Μάλιστα, θεωρούσε το καθεστώς Γιέλτσιν ως πραγματική Δημοκρατία. Όταν, όμως, η Ρωσία επανήλθε δυναμικά στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, τότε άλλαξε στάση και η Δύση απέναντί της. Ο Πούτιν για τη Δύση θεωρείται τύραννος και η Ρωσία κίνδυνος για την παγκόσμια ειρήνη. Αν ο Θουκυδίδης ζούσε σήμερα, θα θεωρούσε ως αιτία της σύγκρουσης αυτής την αναγέννηση της Ρωσίας και την διεκδίκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας από τη Δύση-Αμερική. Την ίδια αιτία είχε εντοπίσει για τον Πελοποννησιακό πόλεμο μεταξύ της Σπάρτης και της Αθήνας. Η Αθήνα στην αρχαιότητα είχε εμφανιστεί ως η νέα δύναμη που απειλούσε την πρωτοκαθεδρία της Σπάρτης στον ελληνικό κόσμο.

 

Ιστορικός Λέκκας Σωτήριος



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου